- πλακωτή
- πλακωτήfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλακωτῇ — πλακωτή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακωτή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Σουλίου, του νομού Θεσπρωτίας. * * * ἡ, Α [πλακώ] είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο για τα μάτια, πλακῑτις* … Dictionary of Greek
πλακωτῆς — πλακωτή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακωτήν — πλακωτή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακωτός — ή, ό / πλακωτός, ή, όν, ΝΜ [πλακώ] (για δάπεδα) ο στρωμένος με πλάκες, πλακόστρωτος νεοελλ. 1. αυτός που μοιάζει με πλάκα, πλακοειδής, πεπλατυσμένος («πλακωτή μύτη») 2. το ουδ. ως ουσ. το πλακωτό είδος παιχνιδιού στο τάβλι … Dictionary of Greek